Σε πιεστικές δημοσιονομικές συνθήκες αναμένεται να εισαχθεί η ευρωπαϊκή οικονομία, κάτι το οποίο επηρεάζει και την ελληνική, όπως προκύπτει τόσο από την τελευταία απόφασης του Eurogroup όσο και από τη συζήτηση σχετικά με τις αλλαγές στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
Το σχέδιο συμπερασμάτων της συνάντησης των 27 υπουργών Οικονομικών της ΕΕ την Τρίτη έδειξαν ότι οι χώρες της ΕΕ υποστηρίζουν μεγάλο μέρος της πρότασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που παρουσιάστηκε τον περασμένο Νοέμβριο , αλλά η πρακτική εφαρμογή της εξακολουθεί να αποτελεί πρόκληση.
Σύμφωνα με την πρόταση, το υφιστάμενο όριο της ΕΕ του 3% του ΑΕΠ για τα δημοσιονομικά ελλείμματα και του 60% του ΑΕΠ για το χρέος θα παραμείνει αμετάβλητο.
EKT: Το τρίο που ζητά νέες αυξήσεις επιτοκίων
Οι κυβερνήσεις με υψηλότερο χρέος θα διαπραγματευθούν με την Επιτροπή μεμονωμένες οδούς μείωσης του χρέους που συνδέονται με μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις, ξεφεύγοντας από έναν ενιαίο κανόνα ετήσιων περικοπών χρέους κατά το 1/20 της υπέρβασης άνω του 60% του ΑΕΠ.
Οι χώρες με υψηλό χρέος όπως η Ελλάδα
Δεδομένου ότι πολλές χώρες της ΕΕ έχουν χρέος πολύ πάνω από το όριο της ΕΕ, θα χρειαστούν μεταξύ τεσσάρων και επτά ετών για να το θέσουν σε πτωτική πορεία, την οποία θα διαπραγματεύονται με την Επιτροπή βάσει ανάλυσης βιωσιμότητας του χρέους της Επιτροπής.
Το χρέος θα μειωθεί σταδιακά μέσω των ορίων που τίθενται στις ετήσιες καθαρές πρωτογενείς δαπάνες -δαπάνες που αποκλείουν τα έκτακτα έσοδα, τους τόκους ή τις δαπάνες για την κυκλική ανεργία- που η κυβέρνηση έχει υπό άμεσο έλεγχο.
Εκτιμάται ότι η παράμετρος αυτή αποτελεί μια βελτίωση στο επιρρεπές σε αναθεωρήσεις διαρθρωτικό έλλειμμα που βρίσκεται στο επίκεντρο τώρα και το οποίο αντιπαθούν έντονα οι υπουργοί Οικονομικών.
Μια κυβέρνηση θα μπορούσε να διαπραγματευτεί και να επιτύχει περισσότερο χρόνο για να μειώσει το χρέος εάν υποσχεθεί μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις που ενισχύουν την ανάπτυξη ή την ανθεκτικότητα, ενισχύουν τα δημόσια οικονομικά ή αντιμετωπίζουν στρατηγικές προτεραιότητες της ΕΕ, όπως η πράσινη και η ψηφιακή μετάβαση ή οι αμυντικές δυνατότητες.
Σε περίπτωση κλονισμών στην οικονομία που βρίσκονται εκτός ευθύνης μιας κυβέρνησης, θα υπάρχει μια «ρήτρα διαφυγής» που θα της επέτρεπε μια προσωρινή απόκλιση από τη συμφωνημένη συμφωνία περικοπής του χρέους, αν και θα έπρεπε να εγκριθεί από άλλες κυβερνήσεις.
Αναφορικά με χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος, όπως η Ελλάδα οι προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής συνεπάγονται υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, στο ύψους του 2% ίσως και λίγο παραπάνω, κάτι το οποίο προκαλεί ανησυχία.
Διενέξεις
Ενώ υπάρχει σύγκλιση μεταξύ των υπουργών Οικονομικών της ΕΕ σε αυτά τα σημεία, υπάρχουν εξίσου πολλοί για τους οποίους διαφωνούν.
Το κυριότερο μεταξύ αυτών είναι η μεθοδολογία της ανάλυσης βιωσιμότητας του χρέους της Επιτροπής από την οποία θα εξαρτηθεί τόσο μεγάλο μέρος της συμφωνίας περικοπής του χρέους και η οποία θα περιόριζε τη δανειοληπτική και δαπανητική ισχύ μιας κυβέρνησης.
Εξίσου αμφιλεγόμενο είναι το ζήτημα του εάν θα πρέπει να υπάρχουν αριθμητικά κριτήρια για τη μείωση του χρέους που θα είναι κοινά σε όλες τις χώρες, ακόμη και αν διαπραγματεύονται μεμονωμένες διαδρομές, και αν ναι, ποια θα πρέπει να είναι.
Άλλα ανοιχτά ερωτήματα περιλαμβάνουν τις απαιτήσεις του νέου πλαισίου για εκείνες τις χώρες που δεν αντιμετωπίζουν μεγάλα προβλήματα χρέους, πώς να ορίσουν το σύνολο των δαπανών, πότε ακριβώς μια κυβέρνηση πρέπει να έχει περισσότερο χρόνο για τη μείωση του χρέους και πώς να επιβάλει τα συμφωνημένα σχέδια.
ΠΗΓΗ ΟΤ