Η επιστροφή του φόβου για τον πληθωρισμό

0

Ήταν ο μεγάλος εφιάλτης της δεκαετίας του 1970. Για την αντιμετώπισή του θα υπάρξουν μεγάλες διαφωνίες, θα εμφανιστούν νέες θεωρίες και θα ενεργοποιηθεί μια πραγματική αλλαγή παραδείγματος στην οικονομική πολιτική στη δεκαετία του 1980, που τα αποτελέσματά της τα βλέπουμε ακόμη σήμερα, ακόμη και για πολλά χρόνια δεν αποτελούσε πραγματικό πρόβλημα και μάλιστα τα τελευταία χρόνια το βασικό ερώτημα αφορούσε πολύ περισσότερο τον κίνδυνο τα πράγματα να πάνε στην αντίθετη κατεύθυνση.

Ο λόγος για τον πληθωρισμό που επέστρεψε ύστερα από αρκετά χρόνια στα πρωτοσέλιδα του διεθνούς οικονομικού τύπου, παρότι για χρόνια κυρίως η συζήτηση που γινόταν, ιδίως στην Ευρώπη αφορούσε τον κίνδυνο του αποπληθωρισμού.

Και είναι αλήθεια ότι σε διάφορες χώρες η ιστορία και η μνήμη παίζουν μεγάλο ρόλο ως προς τέτοια φαινόμενα. Για παράδειγμα, η ιδιαίτερη γερμανική εμμονή με τη λιτότητα έχει να κάνει και με τις αναμνήσεις από την περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και τον υπερπληθωρισμό που εμφανίστηκε. Μικρή σημασία έχει το γεγονός ότι τα φαινόμενα υπερπληθωρισμού έχουν πολύ περισσότερο να κάνουν με φαινόμενα βαθύτερης πολιτικής κρίσης ή κρίσης του κράτους που μεταφράζονται σε μια κατακόρυφη πτώση της εμπιστοσύνης στο χρήμα, ο φόβος παραμένει.

Πληθωρισμός: ένα οικονομικό φαινόμενο που ακόμη αναζητά ερμηνεία

Ένα από τα βασικότερα προβλήματα που διαπερνούν τη συζήτηση για τον πληθωρισμό είναι ότι εξακολουθούμε να μην έχουμε μια συνεκτική θεωρία που να μπορεί να τον εξηγήσει, άρα να τον προβλέψει και κατά συνέπεια να επιτρέψει τη λήψη μέτρων για να τον αποφύγουμε.

Για την ακρίβεια δεν έχουμε ακόμη έναν ενιαίο τρόπο να τον μετρήσουμε, αφού είτε μιλάμε για τον δείκτη τιμών καταναλωτή, είτε για το βασικό πληθωρισμό, είτε για τους δείκτες που αφορούν τις τιμές παραγωγού, είτε για το πώς διαμορφώνουμε τους αποπληθωριστές που χρησιμοποιούμε στους εθνικούς λογαριασμούς υπάρχουν ανοιχτά μεθοδολογικά ζητήματα, ξεκινώντας από το πώς διαμορφώνουμε το «καλάθι» προϊόντων τις τιμές των οποίων παρακολουθούμε και τη σχετική βαρύτητά τους.

Ούτε είναι τυχαίο ότι ο πληθωρισμός είναι αρνητικός για διαφορετικές κοινωνικές ομάδες με διαφορετικούς τρόπους (και για ορισμένες δεν είναι πάντα αρνητικός). Για παράδειγμα μια αύξηση των τιμών των βασικών καταναλωτικών αγαθών πλήττει άνισα τους μισθωτούς – που βλέπουν τον πραγματικό μισθό τους να μειώνεται – και τις επιχειρήσεις που αύξησαν τις τιμές που μπορεί απλώς να αξιοποίησαν την αυξημένη ζήτηση για μια αναδιανομή εισοδήματος υπέρ τους.

Το πρόβλημα γίνεται ακόμη πιο περίπλοκο εάν αναλογιστούμε ότι και οι δύο βασικές θεωρίες για τον πληθωρισμό που έχουμε, σε μεγάλο βαθμό δεν έχουν επιβεβαιωθεί από ιστορικές τάσεις.

Για αρκετό διάστημα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο κυριάρχησε μια «κεϋνσιανή» ερμηνεία για τον πληθωρισμό. Σύμφωνα με αυτό το σχήμα το κλειδί βρισκόταν στην προσφορά. Ο πληθωρισμός των τιμών προερχόταν από την αύξηση των πρώτων υλών και των μισθών. Όσο η ζήτηση δεν υπερκάλυπτε την προσφορά, δηλαδή υπήρχε περιθώριο στην οικονομία να απασχοληθούν άνθρωποι που είναι άνεργοι ή να τεθεί σε λειτουργία αναξιοποίητο δυναμικό ή να διατεθούν αποθέματα, ο πληθωρισμός δεν αυξάνει. Αυτό θα γίνει όταν επιτευχθεί η πλήρης απασχόληση, οπότε θα υπάρξει ένα αυξητικό σπιράλ μισθών και τιμών. Με έναν τρόπο ένας ορισμένος πληθωρισμός είναι το τίμημα της πλήρους απασχόλησης και δουλειά των σχεδιαστών της οικονομικής πολιτικής και κυρίως των κεντρικών τραπεζών είναι να εξασφαλίζουν ότι αυτή η συνθήκη δεν θα ξέφευγε κάποια όρια.

Απέναντι σε αυτό το σχήμα διατυπώθηκε  η μονεταριστική θεωρία για τον πληθωρισμό. Με βάση την κλασική διατύπωση του Μίλτον Φρίντμαν «ο πληθωρισμός είναι πάντα και παντού ένα νομισματικό φαινόμενο». Σύμφωνα με αυτό το σχήμα η αφετηρία πληθωριστικών τάσεων βρίσκεται στις προσπάθειες των κεντρικών τραπεζών να τονώσουν την οικονομία και να αυξήσουν τις θέσεις εργασίας μέσα από την αύξηση της προσφοράς χρήματος.

Για τον Φρίντμαν η κλασική «κεϋνσιανή» θέση ότι μπορεί αυτός ο μηχανισμός να λειτουργήσει χωρίς υπέρμετρο πληθωρισμό, δεν έστεκε και αντίθετα αυτό που δημιουργήθηκε ήταν ένας φαύλος κύκλος όπου η αυξημένη προσφορά χρήματος, γινόταν αυξημένη ζήτηση για προϊόντα, άρα αυξημένες προσλήψεις (και αυξημένους μισθούς) και τελικά έναν φαύλο κύκλο αυξημένων τιμών για τα προϊόντα. Κατά συνέπεια θα πρέπει να αποδεχτούμε ένα «φυσικό ποσοστό πληθωρισμού». Αυτό οδήγησε στην αντίληψη ότι πρέπει να υπολογίζεται σε κάθε οικονομία ένα ελάχιστο ποσοστό ανεργίας, , κάτω από το οποίο αρχίζουν οι πληθωριστικές τάσεις, αυτό που έγινε γνωστό ως NAIRU (non-accelerating inflation rate of unemployment).

Ωστόσο, οι θεωρίες αυτές δεν έχουν στη πραγματικότητα επιβεβαιωθεί Για παράδειγμα στις ΗΠΑ ανάμεσα στο 1993 και το 2019 ο μέσος όρος της ετήσιας αύξησης προσφοράς χρήματος Μ2 ήταν 6,7% το χρόνο αλλά ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή αυξήθηκε κατά μέσο 2,3% ετησίως. Μάλιστα, μετά το 2008 και την εκκίνηση προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης η προσφορά χρήματος αυξήθηκε κατά 9,6% ετησίως ενώ ο ΔΤΚ υποχώρησε στο 1,8%. Αυτό μάλλον διαψεύδει τη μονεταριστική θεωρια.

Την ίδια στιγμή η συσχέτιση υψηλού πληθωρισμού και χαμηλής ανεργίας της κλασικής κεϋνσιανής θεωρίας (και που αποτυπώθηκε στην «καμπύλη Φίλιπς» επίσης δεν επιβεβαιώθηκε. Στην δεκαετία του 1970 η έκρηξη του πληθωρισμού συνδυάστηκε με αύξηση της ανεργίας, ενώ μετά το 2008 μπορούσαμε να παρατηρούμε ταυτόχρονα  πολύ χαμηλό πληθωρισμό και σχετικά χαμηλά ποσοστά ανεργίας (ιδίως στις ΗΠΑ).

Στην πραγματικότητα απέχουμε από το να έχουμε μια συνεκτική θεωρία του πληθωρισμού. Και αυτό γιατί αυτή θα έπρεπε να μη μένει απλώς στη σχέση προσφοράς και ζήτησης, σε συσχέτιση με την προσφορά χρήματος, την απασχόληση και το επίπεδο των μισθών, αλλά και να λαμβάνει υπόψη παραμέτρους όπως η παραγωγικότητα (που διαχρονικά σημαίνει ότι τα προϊόντα σε επίπεδο αξιών γίνονται πιο φτηνά), η κερδοφορία (που με τη σειρά της επηρεάζει τις πολιτικές τιμών), και ο βαθμός χρηματιστικοποίησης της οικονομίας.

Πηγή Οικονομικός Ταχυδρόμος

Share.

Leave A Reply